σκωτικός

σκωτικός
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Σκώτους και στη Σκωτία, σκωτζέζικος
2. (το θηλ. ως κύριο όν). η Σκωτική
η σκωτική γλώσσα
3. φρ. «σκωτική γλώσσα»
γλωσσ. α) κελτική γλώσσα που μιλιέται στη Σκωτία, αλλ. σκωτική γαελική γλώσσα
β) αγγλική διάλεκτος που μιλιέται στην Κάτω Σκωτία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Σκώτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Ν. Κοντοπούλου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σκοτικός — ή, ό, Ν βλ. σκωτικός …   Dictionary of Greek

  • σκωτσέζικος — η, ο, Ν [Σκωτσέζος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Σκωτία ή στους Σκώτους ή αυτός που προέρχεται από αυτούς, σκωτικός («σκωτσέζικο ύφασμα») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σκωτσέζικα η σκωτική γλώσσα. επίρρ... σκωτσέζικα κατά τρόπο σκωτσέζικο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”